παλαιστρίται

παλαιστρίται
παλαῑστρίται , παλαιστρίτης
like a
masc nom/voc pl
παλαῑστρίτᾱͅ , παλαιστρίτης
like a
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλαιστρίτης — παλαιστρίτης, ὁ (Α) 1. όμοιος με παλαιστή, αθλητικός 2. (για θεό και ιδίως τον Ερμή) προστάτης τής παλαίστρας, τής πάλης 3. στον πληθ. οἱ παλαιστρῑται αυτοί που γυμνάζονταν στην παλαίστρα 4. φρ. «παλαιστρίτης τρόπος» (στην ιατρ.) τρόπος θεραπείας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”